Επίσημος στα ισλανδικά

Μετάφραση: επίσημος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
embættismaður, formleg, formlega, formlegt, formlegum, formlegri
Επίσημος στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίσημος

επίσημος συνώνυμα, επίσημος παραλήπτης, επίσημος πληθωρισμός 2012, επίσημοσ εφημερίσ τησ κρητικήσ πολιτείασ, επίσημος αντιπρόσωπος apple, επίσημος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίσημος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επίρρημα στα ισλανδικά - atviksorð
  • επίσημα στα ισλανδικά - opinberlega, formlega, opinbert, opinbera
  • επίσης στα ισλανδικά - líka, einnig, alltof, of, einnig að, jafnframt
  • επίσκεψη στα ισλανδικά - heimsækja, heimsókn, aðsókn, hitta, heimsókn er, Heimsóknin, heimsókn er mælt
Τυχαίες λέξεις
Επίσημος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: embættismaður, formleg, formlega, formlegt, formlegum, formlegri