Αξιωματικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
embættismaður, herforingi, liðsforingi, yfirmaður, foringi, starfsmaður, yfirmann
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αξιωματικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτα στα ισλανδικά - ótrúlega, merkilega, furðulega, merkilegt
- αξιοσημείωτος στα ισλανδικά - athyglisvert, eftirtektarverð, athyglisverð, eftirtektarvert, vert
- αξιόλογος στα ισλανδικά - talsverður, umtalsverður, athyglisverð, áberandi, þekktur, eftirtektarvert, athyglisvert
- αξιόπιστος στα ισλανδικά - ábyggilegur, áreiðanlegur, áreiðanleg, áreiðanlegar, áreiðanlegt, áreiðanlega
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: embættismaður, herforingi, liðsforingi, yfirmaður, foringi, starfsmaður, yfirmann
Μεταφράσεις: embættismaður, herforingi, liðsforingi, yfirmaður, foringi, starfsmaður, yfirmann