Fasteign στα ελληνικά

Μετάφραση: fasteign, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Fasteign στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fast στα ελληνικά - σφικτά, σκληρός, σταθερά, ακράδαντα, δύσκολος, σταθερός, σταθερό, ...
  • fasta στα ελληνικά - γρήγορα, γρήγορος, σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
  • fastur στα ελληνικά - γρήγορα, εταιρία, εδραίος, σταθερός, γρήγορος, σταθερό, σταθερή, ...
  • fat στα ελληνικά - πιάτο, ρούχο, ρουχισμός, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο
Τυχαίες λέξεις
Fasteign στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας