Περιουσία στα ισλανδικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eign, fasteign, fé, bú, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
Περιουσία στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, περιουσία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα ισλανδικά - takmarkaður, takmörkuð, takmarkast, bundin, takmarkað
  • περιορισμός στα ισλανδικά - takmarkaður, takmörkun, takmarkanir, takmarka, hömlur, takmörkunina
  • περιοχή στα ισλανδικά - hreppur, hverfi, hérað, svæði, Region, svæðinu, svæðið
  • περιπέτεια στα ισλανδικά - ævintýri, Adventure, ævintýrið, ævintýraleikur, afþreying
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eign, fasteign, fé, bú, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður