Κτήμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: κτήμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eign, fasteign, fé, bú, Estate, fasteigna, búi, fasteignir
Κτήμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κτήμα

κτήμα γεροβασιλείου, κτήμα κλεοπάτρα, κτήμα γαία, κτήμα αριάδνη, κτήμα ορίζοντες, κτήμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κτήμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κρύπτη στα ισλανδικά - Crypt
  • κρύσταλλος στα ισλανδικά - kristal, kristall, Crystal
  • κτήνος στα ισλανδικά - dýr, dýrið, skepna, skepnur
  • κτήριο στα ισλανδικά - bygging, byggja, byggingu, byggja upp, húsið
Τυχαίες λέξεις
Κτήμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eign, fasteign, fé, bú, Estate, fasteigna, búi, fasteignir