Lík στα ελληνικά

Μετάφραση: lík, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτώμα, φορείς, οργανισμούς, οργανισμοί, σώματα, όργανα
Lík στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • líf στα ελληνικά - ισόβιος, βίος, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
  • líferni στα ελληνικά - βίος, ισόβιος, ζωή, ζωντανός, Σαλόνια, Διαβίωσης, Living
  • líka στα ελληνικά - όπως, σαν, απολαμβάνω, και, συμπαθώ, επίσης, χαίρω, ...
  • líkami στα ελληνικά - σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Τυχαίες λέξεις
Lík στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτώμα, φορείς, οργανισμούς, οργανισμοί, σώματα, όργανα