Sól στα ελληνικά

Μετάφραση: sól, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Sól στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • síðastur στα ελληνικά - φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
  • sókn στα ελληνικά - επιδρομή, επιτίθεμαι, επίθεση, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, ...
  • sögn στα ελληνικά - ρήμα, σύμφωνα με την, σύμφωνα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις
  • sögulegur στα ελληνικά - ενδιαφέρων, ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
Τυχαίες λέξεις
Sól στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο