Sök στα ελληνικά

Μετάφραση: sök, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, υπόθεση, αδίκημα, προσβολή, παράβαση, βαλίτσα, θήκη, σφάλμα, υπαιτιότητα, σφαλμάτων, κατηγορήσω, πταίσμα
Sök στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sögn στα ελληνικά - ρήμα, σύμφωνα με την, σύμφωνα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις
  • sögulegur στα ελληνικά - ενδιαφέρων, ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
  • söngur στα ελληνικά - τραγούδι, τραγουδιού, το τραγούδι, του τραγουδιού, κομμάτι
  • súld στα ελληνικά - ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχω, ψιλοβρέχει, ψιχαλίζει, ψιλόβροχο, περιχύστε, περιχύνουμε
Τυχαίες λέξεις
Sök στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, υπόθεση, αδίκημα, προσβολή, παράβαση, βαλίτσα, θήκη, σφάλμα, υπαιτιότητα, σφαλμάτων, κατηγορήσω, πταίσμα