Αδίκημα στα ισλανδικά
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sök, miski, brot, brotið, afbrotið, afbrot, broti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδίκημα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα ισλανδικά - unattached
- αδέσποτος στα ισλανδικά - villast, ownerless
- αδίστακτος στα ισλανδικά - miskunnarlaus, vægðarlausir, miskunnarlaust, vægðarlaus, miskunnarlaust fyrirtækið
- αδαής στα ισλανδικά - klaufalegur, Callow
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sök, miski, brot, brotið, afbrotið, afbrot, broti
Μεταφράσεις: sök, miski, brot, brotið, afbrotið, afbrot, broti