Sjampó στα ελληνικά

Μετάφραση: sjampó, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο
Sjampó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sinn στα ελληνικά - φορά, περίπτωση, χρόνος, της, αυτήν, αυτή, καιρός, ...
  • sitja στα ελληνικά - κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
  • sjá στα ελληνικά - βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
  • sjáanlegur στα ελληνικά - ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
Τυχαίες λέξεις
Sjampó στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο