Sveit στα ελληνικά

Μετάφραση: sveit, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώρα, πατρίδα, εξοχή, Country, χώρας, Εξοχικό, τη χώρα
Sveit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sveinn στα ελληνικά - αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
  • sveipa στα ελληνικά - καλύπτω, Διενεργήθηκε, Διευθύνει, Διενεργηθείσες, Διεξαγόμενες, Αγώγιμη
  • svik στα ελληνικά - απάτη, απάτης, της απάτης, απάτες, την απάτη
  • svipaður στα ελληνικά - παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων
Τυχαίες λέξεις
Sveit στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώρα, πατρίδα, εξοχή, Country, χώρας, Εξοχικό, τη χώρα