Árbol στα ελληνικά
Μετάφραση: árbol, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάρτι, δέντρο, ιστός, άξονας, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Μεταφράσεις
- ampliadora στα ελληνικά - enlarger, μεγεθυντής, Μεγένθυσης
- cirio στα ελληνικά - κερί, κεριών, κεριού, κεριά, των κεριών
- isósceles στα ελληνικά - ισοσκελής, ισοσκελές, ισοσκελούς, ισοσκελή, ισοσκελών
- lectura στα ελληνικά - διάβασμα, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
Τυχαίες λέξεις
Árbol στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάρτι, δέντρο, ιστός, άξονας, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Μεταφράσεις: κατάρτι, δέντρο, ιστός, άξονας, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων