Ameno στα ελληνικά
Μετάφραση: ameno, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευχάριστος, ωραίος, όμορφη, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amenguar στα ελληνικά - συρρικνώνομαι, μειώνομαι, μικραίνω
- amenidad στα ελληνικά - φιλοφροσύνη, τέρψη, αγαθού, τέρψιν, τις ανέσεις
- americana στα ελληνικά - παλτό, σακάκι, μπουφάν, μανδύα, χιτώνιο, περίβλημα
- amianto στα ελληνικά - αμίαντος, αμίαντο, αμιάντου, τον αμίαντο, αμίαντου
Τυχαίες λέξεις
Ameno στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευχάριστος, ωραίος, όμορφη, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο
Μεταφράσεις: ευχάριστος, ωραίος, όμορφη, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο