Cara στα ελληνικά
Μετάφραση: cara, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσοψη, βλέμμα, εμφάνιση, κύρος, κοιτάζω, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, φαίνομαι, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- capullo στα ελληνικά - κουκούλι, το κουκούλι, κέλυφος, κουκουλιού, cocoon
- capón στα ελληνικά - καπόνι, Capon, καπόνι καθώς, το καπόνι, κάπονας
- carabela στα ελληνικά - είδος ιστιοφόρου, Caravel, καραβέλα, καραβέλας, Το Caravel
- carabina στα ελληνικά - καραμπίνα, τουφέκι, carbine, τύπου καραμπίνας, τυφέκιο, αραβίδα
Τυχαίες λέξεις
Cara στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσοψη, βλέμμα, εμφάνιση, κύρος, κοιτάζω, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, φαίνομαι, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Μεταφράσεις: πρόσοψη, βλέμμα, εμφάνιση, κύρος, κοιτάζω, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, φαίνομαι, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό