Decreto στα ελληνικά
Μετάφραση: decreto, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέσπισμα, διάταγμα, θεσπίζω, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις
- decoroso στα ελληνικά - σωστός, πρέπων, καθωσπρέπει, ευπρεπής, ευπρεπή, εντυπωσιακές, ευπρεπείς, ...
- decretar στα ελληνικά - θέσπισμα, διάταγμα, χειροτονώ, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, ...
- decrépito στα ελληνικά - υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
- dedada στα ελληνικά - βουτώ, τσιμπώ, κλέβω, επίψαυση, επιψαύω, επάλειψη, επαλείφω, ...
Τυχαίες λέξεις
Decreto στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέσπισμα, διάταγμα, θεσπίζω, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: θέσπισμα, διάταγμα, θεσπίζω, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που