Disperso στα ελληνικά
Μετάφραση: disperso, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αραιός, διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dispersar στα ελληνικά - αποσπώ, σκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασπώ, διασκορπίζω, διασπείρει, ...
- dispersión στα ελληνικά - διασπείρω, σκορπίζω, διασπορά, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασποράς, διασκορπισμού, ...
- displicente στα ελληνικά - δύστροπος, ευερέθιστος, έκρυθμων, μίζερο, τον μίζερο
- disponer στα ελληνικά - παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Τυχαίες λέξεις
Disperso στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αραιός, διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα
Μεταφράσεις: αραιός, διασκορπισμένα, διασκορπίζονται, διασπείρονται, διασκορπίζεται, διεσπαρμένα