Invención στα ελληνικά

Μετάφραση: invención, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Invención στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invasor στα ελληνικά - εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
  • invectiva στα ελληνικά - υβρεολόγιο, αλληλοκατηγοριών, ύβρη, βρισιά, μια βρισιά
  • inventar στα ελληνικά - εφευρίσκω, επινοώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
  • inventario στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος
Τυχαίες λέξεις
Invención στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης