Jurisdicción στα ελληνικά

Μετάφραση: jurisdicción, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
Jurisdicción στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • juramento στα ελληνικά - όρκος, καταριέμαι, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
  • jurar στα ελληνικά - ορκίζομαι, καταριέμαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
  • jurista στα ελληνικά - δικηγόρος, νομικός, νομικούς, νομομαθής, νομομαθείς, νομομαθών
  • jurídico στα ελληνικά - νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
Τυχαίες λέξεις
Jurisdicción στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία