Mascullar στα ελληνικά
Μετάφραση: mascullar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- masculinidad στα ελληνικά - ανδρισμός, αρρενωπότητας, αρρενωπότητα, τον ανδρισμό, ανδροπρέπειας
- masculino στα ελληνικά - αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
- masoquismo στα ελληνικά - μαζοχισμός, μαζοχισμό, μαζοχισμού, το μαζοχισμό, απόλαυση από σεξουαλικό πόνο
- masoquista στα ελληνικά - μαζοχιστική, μαζοχιστές, μαζοχιστικό, μαζοχιστικές, μαζοχιστικά
Τυχαίες λέξεις
Mascullar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει