Operar στα ελληνικά

Μετάφραση: operar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργάζομαι, δεξίωση, λειτουργία, δουλειά, εργασία, λειτουργώ, εγχειρίζω, δουλεύω, έργο, εργασίας, εργασίες
Operar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • operación στα ελληνικά - εγχείρηση, επιχείρηση, λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
  • operador στα ελληνικά - χειριστής, επιχειρηματίας, διαχειριστής, φορέα, χειριστή
  • operario στα ελληνικά - εργάτης, χειριστής, επιχειρηματίας, διαχειριστής, φορέα, χειριστή
  • operativo στα ελληνικά - λειτουργίας, λειτουργικές, λειτουργικό, λειτουργικών, λειτουργικά
Τυχαίες λέξεις
Operar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργάζομαι, δεξίωση, λειτουργία, δουλειά, εργασία, λειτουργώ, εγχειρίζω, δουλεύω, έργο, εργασίας, εργασίες