Δουλεύω στα ισπανικά

Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
funcionar, obra, laborar, trabajar, operar, labrar, trabajo, obrar, labor, el trabajo, de trabajo
Δουλεύω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλεύω

δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας ισπανικά, δουλεύω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • δουλειά στα ισπανικά - ocupación, quehacer, trabajo, trabajar, funcionar, tarea, obra, ...
  • δουλειές στα ισπανικά - asunto, empleo, trabajo, tarea, ocupación, comercial, negocio, ...
  • δοχείο στα ισπανικά - contenedor, recipiente, envase, contenedor de, contenedores
  • δούλος στα ισπανικά - siervo, esclavo, esclava, esclavos, de esclavos, esclavo de
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: funcionar, obra, laborar, trabajar, operar, labrar, trabajo, obrar, labor, el trabajo, de trabajo