Persona στα ελληνικά

Μετάφραση: persona, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, θανάσιμος, θνητός, άτομο, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Persona στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • persistente στα ελληνικά - διαρκής, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
  • persistir στα ελληνικά - εμμένω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, επιμένουν, εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να υφίστανται, εμμένουν, ...
  • personaje στα ελληνικά - χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
  • personal στα ελληνικά - προσωπικός, προσωπικό, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Τυχαίες λέξεις
Persona στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, θανάσιμος, θνητός, άτομο, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που