Accorciare στα ελληνικά
Μετάφραση: accorciare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις
- accontentare στα ελληνικά - παρακαλώ, ικανοποιώ, ευχαριστώ, παρακαλούμε, παρακαλείστε να, παρακαλείστε, παρακαλούμε να
- accoppiare στα ελληνικά - ενοποιώ, συνενώνω, αγώνας, ματς, αγώνα, παιχνίδι, αντιστοιχία
- accordare στα ελληνικά - συγκατάθεση, συμφωνία, συντονίζω, επιτρέπω, αφήνω, χορήγηση, παραχώρηση, ...
- accordo στα ελληνικά - διευθέτηση, συμφωνία, οικισμός, ετοιμασία, τακτοποίηση, συναυλία, συγκατάθεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Accorciare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί