Accreditare στα ελληνικά
Μετάφραση: accreditare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πίστωση, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Μεταφράσεις
- accostamento στα ελληνικά - πλησιάζω, προσεγγίζω, προσέγγιση, μέθοδος, προσέγγισης, θεώρησης, Approach, ...
- accostare στα ελληνικά - πλησιάζω, προσέγγιση, προσεγγίζω, μέθοδος, σταματώ αυτοκίνητο στην άκρη, τραβήξει πάνω, σταματήσεις, ...
- accrescere στα ελληνικά - βελτιώνω, εντείνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, ενισχύω, σηκώνω, ...
- accumulare στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Τυχαίες λέξεις
Accreditare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πίστωση, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πίστωση, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει