Affittare στα ελληνικά
Μετάφραση: affittare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοικιάζω, νοίκι, εκμίσθωση, μίσθωση, ενοίκιο, ενοικιάζω, αφήνω, ενοικιάζομαι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affinità στα ελληνικά - έλξη, συνάφεια, αγχιστεία, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
- affisso στα ελληνικά - κάρτα, λογαριασμός, νομοσχέδιο, σημαίνω, βαθμός, παρατηρώ, ράμφος, ...
- affitto στα ελληνικά - κολιγιά, νοίκι, ενοικιάζω, νοικιάζω, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ...
- affittuario στα ελληνικά - ένοικος, νοικάρης, κολίγας, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Τυχαίες λέξεις
Affittare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοικιάζω, νοίκι, εκμίσθωση, μίσθωση, ενοίκιο, ενοικιάζω, αφήνω, ενοικιάζομαι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Μεταφράσεις: νοικιάζω, νοίκι, εκμίσθωση, μίσθωση, ενοίκιο, ενοικιάζω, αφήνω, ενοικιάζομαι, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος