Allargamento στα ελληνικά

Μετάφραση: allargamento, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστολή, εξάπλωση, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Allargamento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allacciare στα ελληνικά - συνδέω, συνδέσετε, συνδέστε, να συνδέσετε, συνδέσετε το
  • allagare στα ελληνικά - έλος, πλημμύρες, κατακλύζω, κατακλυσμός, πλημμυρίζω, βάλτος, πλημμύρα, ...
  • allargare στα ελληνικά - φαρδαίνω, πλαταίνω, διευρύνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, ...
  • allarmare στα ελληνικά - συναγερμός, τρομάζω, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Allargamento στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστολή, εξάπλωση, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης