Arresto στα ελληνικά
Μετάφραση: arresto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλαξη, κηδεμονία, ταραχή, φόβος, σύλληψη, κράτηση, συλλαμβάνω, σταματώ, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrendevolezza στα ελληνικά - ευκαμψία, ευλυγισία, ευκατέργαστο, docility, υπάκουει, ευπείθεια, πραότητά
- arrestare στα ελληνικά - φραγμός, συλλαμβάνω, σταματώ, στηρίγματα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, ...
- arretrare στα ελληνικά - αποσύρω, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., σύρω πίσω, τα πίσω, σύρει πίσω, αναρροφήστε, ...
- arretrato στα ελληνικά - καθυστερούμενα, προς τα πίσω, πίσω, τα πίσω, καθυστερημένες, καθυστερημένη
Τυχαίες λέξεις
Arresto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλαξη, κηδεμονία, ταραχή, φόβος, σύλληψη, κράτηση, συλλαμβάνω, σταματώ, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις: φύλαξη, κηδεμονία, ταραχή, φόβος, σύλληψη, κράτηση, συλλαμβάνω, σταματώ, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη