Attivo στα ελληνικά

Μετάφραση: attivo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Attivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • attivare στα ελληνικά - παρακινώ, προτρέπω, ενεργοποιώ, διεγείρω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ...
  • attività στα ελληνικά - δραστηριότητα, δράση, διάβημα, αγωγή, επενέργεια, δραστηριότητας, δραστικότητα, ...
  • attizzatoio στα ελληνικά - σκαλιστήρι, πόκερ, του πόκερ, poker, το πόκερ
  • atto στα ελληνικά - επενέργεια, επιρρεπής, αγωγή, πράξη, κατάλληλος, διάβημα, έγγραφο, ...
Τυχαίες λέξεις
Attivo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών