Attribuire στα ελληνικά
Μετάφραση: attribuire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιρρίπτω, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, ιδιότητα, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attrezzatura στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
- attrezzo στα ελληνικά - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
- attrito στα ελληνικά - προστριβή, τριβή, τριβής, την τριβή, τριβές, της τριβής
- attuale στα ελληνικά - ρεύμα, πραγματικός, παρουσιάζω, δώρο, παρών, αληθινός, τωρινός, ...
Τυχαίες λέξεις
Attribuire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιρρίπτω, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, ιδιότητα, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις: επιρρίπτω, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, ιδιότητα, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα