Carretto στα ελληνικά

Μετάφραση: carretto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αραμπάς, κουβαλώ, χειράμαξα, καρότσι
Carretto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • carreggiata στα ελληνικά - ίχνη, μονοπάτι, πίστα, οδοστρώματος, οδόστρωμα, οδού, κατεύθυνσης, ...
  • carretta στα ελληνικά - αραμπάς, χειράμαξα, κουβαλώ, καλάθι
  • carriera στα ελληνικά - καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, την καριέρα, καριέρας
  • carriola στα ελληνικά - τύμβος, χειράμαξα, καρότσι, καροτσάκι, wheelbarrow, χειραμαξίων
Τυχαίες λέξεις
Carretto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αραμπάς, κουβαλώ, χειράμαξα, καρότσι