Convenevole στα ελληνικά

Μετάφραση: convenevole, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
Convenevole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • contusione στα ελληνικά - μελανιά, μελανιάζω, μώλωπας, μώλωπες, θλάση, μωλωπισμό, μωλωπισμών
  • convalida στα ελληνικά - Επικύρωση, επικύρωσης, Η επικύρωση, Validation, Εκκαθάριση
  • conveniente στα ελληνικά - καθωσπρέπει, πρέπων, ευπρεπής, επίκαιρος, σωστός, έντιμος, σκόπιμος, ...
  • convenienza στα ελληνικά - προτέρημα, πλεονέκτημα, σκοπιμότητα, ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, ...
Τυχαίες λέξεις
Convenevole στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα