Corno στα ελληνικά
Μετάφραση: corno, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cornice στα ελληνικά - δομή, πρεβάζι, διάρθρωση, χείλος, σκελετός, πλαισίωση, κορνίζα, ...
- cornicione στα ελληνικά - πρεβάζι, χείλος, κορνίζα, γείσο, γείσου, γείσα, γείσων
- cornuto στα ελληνικά - αυτός που έχει κέρατα, κέρατα, κερασφόρου, κερασφόρο, κερασφόρα
- coro στα ελληνικά - χορωδία, χορωδίας, χορωδιών, χορωδία του, χορωδιακά
Τυχαίες λέξεις
Corno στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
Μεταφράσεις: κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος