Economizzare στα ελληνικά
Μετάφραση: economizzare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτός, αποκρούω, αποταμιεύω, διασώζω, οικονομώ, εξοικονόμηση, εξοικονομήσει, την εξοικονόμηση, Λιτότητα
Μεταφράσεις
- economia στα ελληνικά - οικονομία, αποταμίευση, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
- economico στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
- edera στα ελληνικά - κισσός, κισσού, κισσό, κισσούς, ο κισσός
- edificare στα ελληνικά - χτίζω, μπόι, κατασκευάζω, ανάστημα, κορμοστασιά, οικοδομώ, κατασκευή, ...
Τυχαίες λέξεις
Economizzare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτός, αποκρούω, αποταμιεύω, διασώζω, οικονομώ, εξοικονόμηση, εξοικονομήσει, την εξοικονόμηση, Λιτότητα
Μεταφράσεις: εκτός, αποκρούω, αποταμιεύω, διασώζω, οικονομώ, εξοικονόμηση, εξοικονομήσει, την εξοικονόμηση, Λιτότητα