Fitto στα ελληνικά
Μετάφραση: fitto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, συμπυκνωμένος, συμπαγής, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Μεταφράσεις
- fissare στα ελληνικά - αποδίδω, ασφαλής, εδραιώνω, ιδρύω, αναθέτω, διαπιστώνω, ασφαλίζω, ...
- fittizio στα ελληνικά - πλασματικός, φανταστικός, εικονικές, πλασματικών, πλασματική
- fiume στα ελληνικά - ποτάμι, ποταμού, ποταμό, ποταμών, του ποταμού
- fiutare στα ελληνικά - άρωμα, μύτη, οσμή, ευωδία, μυρωδιά, όσφρηση, sniff, ...
Τυχαίες λέξεις
Fitto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, συμπυκνωμένος, συμπαγής, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
Μεταφράσεις: πυκνός, συμπυκνωμένος, συμπαγής, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό