Fondare στα ελληνικά
Μετάφραση: fondare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστώνω, ιδρύω, βρήκα, συγκροτώ, φυτεύω, επιβάλλω, εργοστάσιο, αποτελώ, καθιερώνω, φυτό, θεσπίζω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fondamentale στα ελληνικά - ουσιώδης, θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
- fondamento στα ελληνικά - έδαφος, ίδρυμα, βάθρο, βάση, ίδρυση, θεμέλιο, γη, ...
- fondatore στα ελληνικά - ναυαγώ, ιδρυτής, φουντάρω, ιδρυτή, ο ιδρυτής, ιδρυτικό, τον ιδρυτή
- fondazione στα ελληνικά - θεμέλιο, ίδρυμα, ίδρυση, βάθρο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Τυχαίες λέξεις
Fondare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, ιδρύω, βρήκα, συγκροτώ, φυτεύω, επιβάλλω, εργοστάσιο, αποτελώ, καθιερώνω, φυτό, θεσπίζω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, ιδρύω, βρήκα, συγκροτώ, φυτεύω, επιβάλλω, εργοστάσιο, αποτελώ, καθιερώνω, φυτό, θεσπίζω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί