Gemito στα ελληνικά
Μετάφραση: gemito, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, οδυρμός, θρηνώ, μοιρολογώ, στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gemello στα ελληνικά - δίδυμο, δίδυμος, μονά, δύο μονά, twin
- gemere στα ελληνικά - τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
- generale στα ελληνικά - γενικός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- generalmente στα ελληνικά - σε γενικές γραμμές, σε γενικές, γενικά, εν γένει, γενικότερα
Τυχαίες λέξεις
Gemito στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, οδυρμός, θρηνώ, μοιρολογώ, στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, οδυρμός, θρηνώ, μοιρολογώ, στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, αγωνιώδες βογγητό