Στενάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lamentarsi, gemere, lamento, gemito, mugolio
Στενάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, στενάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα ιταλικά - arido, secco, seccare, ironico, asciugare, asciutto, secca, ...
  • στενά στα ιταλικά - trascorrere, passaggio, lasciapassare, superare, passare, oltrepassare, strettamente, ...
  • στενός στα ιταλικά - tirchio, piccino, avaro, minuto, stretto, angusto, magro, ...
  • στενόχωρος στα ιταλικά - scomodo, disagio, a disagio, scomoda, scomodi
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lamentarsi, gemere, lamento, gemito, mugolio