Μουγκρητό στα ιταλικά
Μετάφραση: μουγκρητό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gemito, lamento, gemere, lamentarsi, muggito, muggire, moo, di MOO, su MOO
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουγκρητό
μουγκρητό συνώνυμα, μουγκρητό λεξικό γλώσσας ιταλικά, μουγκρητό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μουγκανίζω στα ιταλικά - muggire, muggito, moo, di MOO, su MOO
- μουγκρίζω στα ιταλικά - gemere, ringhio, lamento, gemito, grugnito, lamentarsi, ringhiare, ...
- μουδιασμένος στα ιταλικά - intorpidito, insensibile, insensibili, intorpidite, intorpidita
- μουντός στα ιταλικά - insipido, cupo, spuntato, uggioso, ottuso, scuro, tedioso, ...
Τυχαίες λέξεις
Μουγκρητό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: gemito, lamento, gemere, lamentarsi, muggito, muggire, moo, di MOO, su MOO
Μεταφράσεις: gemito, lamento, gemere, lamentarsi, muggito, muggire, moo, di MOO, su MOO