Generare στα ελληνικά
Μετάφραση: generare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγω, γεννώ, γεννοβολώ, υποφέρω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Μεταφράσεις
- generale στα ελληνικά - γενικός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- generalmente στα ελληνικά - σε γενικές γραμμές, σε γενικές, γενικά, εν γένει, γενικότερα
- generativo στα ελληνικά - γεννήτρια, γεννητικός, παραγωγική, γενεσιουργός, παραγωγικών, γενεσιουργό
- generazione στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
Τυχαίες λέξεις
Generare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγω, γεννώ, γεννοβολώ, υποφέρω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Μεταφράσεις: παράγω, γεννώ, γεννοβολώ, υποφέρω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει