Παράγω στα ιταλικά

Μετάφραση: παράγω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
produrre, generare, creare, prodotto, addurre, fabbricare, procreare, procreazione, di procreare, riprodursi
Παράγω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παράγω

παράγω παράξω, παράγω αόριστος, παράγω αντώνυμο, παράγω ετυμολογία, παράγω κλίση, παράγω λεξικό γλώσσας ιταλικά, παράγω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • παράγοντας στα ιταλικά - coefficiente, sensale, fattore, fattore di, elemento, fattori, il fattore
  • παράγραφος στα ιταλικά - capoverso, paragrafo, punto, comma, al paragrafo
  • παράγωγος στα ιταλικά - derivato, derivata, derivati, strumento derivato, derivato di
  • παράγων στα ιταλικά - sensale, agente, agente di, dell'agente, l'agente, agent
Τυχαίες λέξεις
Παράγω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: produrre, generare, creare, prodotto, addurre, fabbricare, procreare, procreazione, di procreare, riprodursi