Giurare στα ελληνικά
Μετάφραση: giurare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρτυρώ, ορκίζομαι, πιστοποιώ, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις
- giuoco στα ελληνικά - παίζω, έργο, παιχνίδι, παριστάνω, παιδική χαρά, χαρά, Playground, ...
- giuramento στα ελληνικά - όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
- giurato στα ελληνικά - ένορκος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
- giuridico στα ελληνικά - δικαστικός, νομικά, νομικό, νομική, νομικών
Τυχαίες λέξεις
Giurare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, ορκίζομαι, πιστοποιώ, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, ορκίζομαι, πιστοποιώ, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν