Ορκίζομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bestemmiare, imprecare, giurare, giuro, giura, giurano
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορκίζομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα ιταλικά - decisamente, sicuramente, definitivamente, assolutamente, certamente
- οριστικός στα ιταλικά - definitivo, definitiva, tue, alle tue, definitivi
- ορκισμένος στα ιταλικά - giurato, giurata, giuramento, giurato di, giurare
- ορμέμφυτος στα ιταλικά - impulsivo, istintivo, istintiva, istintivi, istintive, istinto
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: bestemmiare, imprecare, giurare, giuro, giura, giurano
Μεταφράσεις: bestemmiare, imprecare, giurare, giuro, giura, giurano