Impulsivo στα ελληνικά
Μετάφραση: impulsivo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- impugnare στα ελληνικά - πιάνω, κράτημα, λαβή, συλλαμβάνω, σφίγγω, διαγωνισμός, διαγωνισμό, ...
- impugnatura στα ελληνικά - πιάνω, κράτημα, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
- impulso στα ελληνικά - ώθηση, ορμή, σφυγμός, παλμού, παλμό, παλμών, παλμός
- impuro στα ελληνικά - ακάθαρτος, ακάθαρτο, ακάθαρτου, ακάθαρτη, ακάθαρτα
Τυχαίες λέξεις
Impulsivo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
Μεταφράσεις: ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό