Ορμέμφυτος στα ιταλικά

Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impulsivo, istintivo, istintiva, istintivi, istintive, istinto
Ορμέμφυτος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος

ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορμέμφυτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ορκίζομαι στα ιταλικά - bestemmiare, imprecare, giurare, giuro, giura, giurano
  • ορκισμένος στα ιταλικά - giurato, giurata, giuramento, giurato di, giurare
  • ορμή στα ιταλικά - impulso, stimolo, affollamento, premura, fretta, impatto, influsso, ...
  • ορμητικός στα ιταλικά - veemente, impetuoso, impetuosa, irruente, impetuosi, irruento
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: impulsivo, istintivo, istintiva, istintivi, istintive, istinto