Incavato στα ελληνικά
Μετάφραση: incavato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόκωφος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοίλος, τρύπα, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incatramare στα ελληνικά - κατράμι, πίσσα, ναύτης, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
- incauto στα ελληνικά - απερίσκεπτος, απρόσεκτος, ατάσθαλος, παράτολμος, απερίσκεπτη, αλόγιστη, απροφύλακτος
- incavo στα ελληνικά - πρίζα, υποδοχή, εγκοπή, εγκοπής, notch, εντομή, εγκοπών
- incendiare στα ελληνικά - ερεθίζω, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Τυχαίες λέξεις
Incavato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόκωφος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοίλος, τρύπα, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Μεταφράσεις: υπόκωφος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοίλος, τρύπα, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια