Κοίλος στα ιταλικά

Μετάφραση: κοίλος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
depressione, vuoto, vano, incavato, cavo, cavità, cava, incavo
Κοίλος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοίλος

κοίλος καθρέφτης, κοίλος κυρτός, κοίλος φακός, κοίλος κύλινδρος, κοίλος δοκός, κοίλος λεξικό γλώσσας ιταλικά, κοίλος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κνίδωση στα ιταλικά - prudere, prurito, orticaria, alveari, arnie, hive, gli alveari
  • κοάζω στα ιταλικά - koazo
  • κοιλάδα στα ιταλικά - valle, vallata, Valley, valle del, valle di
  • κοιλιά στα ιταλικά - pancia, addome, ventre, del ventre, della pancia, di pancia
Τυχαίες λέξεις
Κοίλος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: depressione, vuoto, vano, incavato, cavo, cavità, cava, incavo