Indifeso στα ελληνικά
Μετάφραση: indifeso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indice στα ελληνικά - ευρετήριο, δείκτης, δείκτη, ευρετηρίου, του δείκτη
- indietreggiare στα ελληνικά - υπαναχωρώ, οπισθοδρομώ, αποσύρομαι, υπαναχωρώ., ησυχαστήριο, αποσύρω, υποχωρώ, ...
- indifferente στα ελληνικά - απαθής, αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφοροι, αδιάφορο, αδιαφορεί
- indifferenza στα ελληνικά - αδιαφορία, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας
Τυχαίες λέξεις
Indifeso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο