Indirizzare στα ελληνικά
Μετάφραση: indirizzare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απευθύνω, στέλνω, φέρσιμο, διαγωγή, μόλυβδος, καθοδηγώ, συμπεριφορά, ταχυδρομώ, διεύθυνση, διεξάγω, ηγούμαι, σκηνοθετώ, ταχυδρομείο, λουρί, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indipendenza στα ελληνικά - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- indiretto στα ελληνικά - έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, έμμεσων
- indirizzo στα ελληνικά - απευθύνω, διεύθυνση, διεύθυνση οδού, ταχυδρομική διεύθυνση
- indiscreto στα ελληνικά - ακριτόμυθος, αδιάκριτος, αδιάκριτα, αδιάκριτο, αδιάκριτες, αδιάκριτη
Τυχαίες λέξεις
Indirizzare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απευθύνω, στέλνω, φέρσιμο, διαγωγή, μόλυβδος, καθοδηγώ, συμπεριφορά, ταχυδρομώ, διεύθυνση, διεξάγω, ηγούμαι, σκηνοθετώ, ταχυδρομείο, λουρί, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
Μεταφράσεις: απευθύνω, στέλνω, φέρσιμο, διαγωγή, μόλυβδος, καθοδηγώ, συμπεριφορά, ταχυδρομώ, διεύθυνση, διεξάγω, ηγούμαι, σκηνοθετώ, ταχυδρομείο, λουρί, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση