Διαγωγή στα ιταλικά

Μετάφραση: διαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
condurre, guidare, dirigere, comportamento, gestire, contegno, gestione, indirizzare, condotta, comportamenti, svolgimento, conduzione
Διαγωγή στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωγή

διαγωγή κοσμιοτάτη σημασία, διαγωγή μηδέν 1949, διαγωγή κοσμιοτάτη, διαγωγή κοσμιοτάτη τι σημαινει, διαγωγή κοσμιοτάτη λεξικο, διαγωγή λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαγωγή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαβόητος στα ιταλικά - nefando, infame, noto, famigerato, famoso, famigerata, noti
  • διαγράφω στα ιταλικά - cancellare, sagoma, eliminare, cancella, cancellare i, cancellazione
  • διαγωνίζομαι στα ιταλικά - concorrere, gareggiare, competere, diagonizomai
  • διαγωνιζόμενος στα ιταλικά - concorrente, rivale, competitore, partecipante, combattente, contestant, concorrente di
Τυχαίες λέξεις
Διαγωγή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: condurre, guidare, dirigere, comportamento, gestire, contegno, gestione, indirizzare, condotta, comportamenti, svolgimento, conduzione