Infelice στα ελληνικά
Μετάφραση: infelice, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχισμένος, οικτρός, φτωχός, δυστυχής, αξιολύπητος, ελεεινός, πενιχρός, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, καημένος, δυσαρεστημένοι, δυσαρεστημένος, δυστυχισμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- infedele στα ελληνικά - άπιστος, άπιστοι, άπιστη, άπιστο, άπιστους
- infedeltà στα ελληνικά - απιστία, απιστίας, την απιστία, η απιστία, της απιστίας
- infelicità στα ελληνικά - δυστυχία, δυστυχίας, στεναχώρια, τη δυστυχία, η δυστυχία
- inferiore στα ελληνικά - χαμηλός, υποδεέστερος, παρακατιανός, χαμηλώνω, κατώτερος, ταπεινώνω, μικρότερος, ...
Τυχαίες λέξεις
Infelice στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχισμένος, οικτρός, φτωχός, δυστυχής, αξιολύπητος, ελεεινός, πενιχρός, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, καημένος, δυσαρεστημένοι, δυσαρεστημένος, δυστυχισμένο
Μεταφράσεις: δυστυχισμένος, οικτρός, φτωχός, δυστυχής, αξιολύπητος, ελεεινός, πενιχρός, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, καημένος, δυσαρεστημένοι, δυσαρεστημένος, δυστυχισμένο